- φωτονεφέλη
- η, Ν1. φωτεινή νεφέλη2. νεφέλωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)-* + νεφέλη. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Κλ. Ραγκαβή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φωτονεφέλη — η 1. φωτεινή νεφέλη. 2. νεφέλωμα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… … Dictionary of Greek